Ερείπια: Μνήμες της Πέτρας

Ερείπια: Μνήμες της Πέτρας

ΟΙ ΜΑΣΤΟΡΟΙ – ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Ξυπνήσαμε ακούγοντας χτύπους απόμακρους βαθιά στο θόλο σαν κάτι να μαστόρευαν πολύ ψηλά στον Ουρανό.

Κάποιος έδειξε κατά τον ήλιο.

Βλέπω είπε χρυσές σκαλωσιές τους βλέπω είπε ν’ αλφαδιάζουν και να καρφώνουν εκεί πάνω.

Εμείς ψάχναμε ολοένα μες στο φως μα τίποτε δεν φαινόταν τους χτύπους ακούγαμε μονάχα.

Ύστερα ένας Άγγελος ήρθε στο πηγάδι μας, άρχισε να βγάζει νερό.

Τα φτερά του γεμάτα γαλάζια λάσπη.

Χανότανε στα ύψη και πάλι ξαναγύριζε αμίλητος και σοβαρός κι όλη μέρα ανέβαζε νερό να ξεδιψάν εκεί πάνω.

Δουλεύουν και διψάνε είπαμε όπως κι εμείς εδώ κάτω.

Σαν βράδιασε ρίξανε το σκοινί. Κανένας δεν κατέβηκε. Από την άκρη του έσταζε στο χώμα λίγο αίμα.

Και ποτέ δεν μάθαμε μήτε ρωτήσαμε ποτέ τι απογίναν οι μαστόροι.

(από τη συλλογή «ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ»)

 

Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ του ΝΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΗ

1.Χτίζαμε σπίτια όπου κι αν μας καλούσανε. Σπίτια αρχοντικά, σπίτια απλών ανθρώπων, μέχρι και εκκλησίες αρκεί να εξασφαλίζαμε όσο καλά γινόταν μια δίκαιη αμοιβή και την αποπληρωμή της. Στη συμφωνία πάντα έμπαινε η εξασφάλιση τροφής και στέγης. Αγαπούσαμε τη δουλειά μας κι ας ήτανε σκληρή. Δουλεύαμε καλά την πέτρα, γιατί την ξέραμε. Γνωρίζαμε τα χούγια της, τη φύση της, πως την πιάνεις, πως τη χτυπάς και που ν’ ανοίγει, πως τη λαξεύεις, πως την τοποθετείς και πως χαντρώνεις. Τα καντούνια τα ‘ριχνα πάντα εγώ, το ίδιο και τις βόλτες, βόλτες μικρές, μεγάλες. Εγώ διάλεγα και έριχνα τις πλάκες πάνω από πόρτες, παράθυρα ή παραθούρες και φυσικά εγώ τα θυρώματα και τα σαχνισινιά, είτε από πέτρα είτε από δρένιο ξύλο. Άμα μας άρεσαν τα σχέδια, μας έβγαινε και το μεράκι και παιδευόμασταν χάρη της ομορφιάς, για πράγματα που δεν ήτανε στη συμφωνία. Σχέδια απλά μπορούσα και μόνος μου να φτιάξω, σχέδια ξένων όσο περίπλοκα και να ‘ταν μπορούσα να διαβάσω. Τα σχέδια με συνεπαίρνανε, δικά μου ή ξένα. Τα θεωρούσα απαραίτητα και για τα απλά τα σπίτια των απλών ανθρώπων. Να είναι με ακρίβεια για να μπορείς από τα πριν να πλησιάσεις την ομορφιά του μόχθου σου πάνω στην πέτρα. Και σαν τελειώναμε κι εγκρίναμε πρώτα εμείς οι ίδιοι μόνοι μας και μέσα μας τους κόπους μας και τα’ αποτελέσματα τους, τότε ήταν που νιώθαμε περήφανοι σαν να ‘τανε δικό μας σπίτι.

2. Προτού τελειώσει καν το σπίτι εκείνο, μας ήρθε απανωτά δεύτερη, Τρίτη και τέταρτη ακόμα πρόταση. Η πρώτη ερχόταν απ’ τη Σμύρνη, η άλλη μέσα από ένα χωριό. Το λέγαν Μόλυβο. Ήταν αδύνατον να πάρουμε συγχρόνως και τις τρεις δουλειές, επτά ήμασταν όλοι κι όλοι, μα κι απ’ την άλλη δε μου πήγαινε να αποδιώξουμε την τύχη μας. Όπως και να ‘ταν, χρειαζόμασταν κι άλλα χέρια. Είπα στα γρήγορα στη Σμύρνη όχι κι έστειλα μήνυμα σε κάτι φίλους Λαγκαδιανούς, πολύ καλούς μαστόρους, που τότε χτίζανε στον Πειραιά.

3. Μέσα στην εβδομάδα τελειώσανε τα σχέδια, οι υπολογισμοί, οι μετρήσεις, είχα τις απαντήσεις σε όλα, για να παρουσιάσω την τελική μου πρόταση. Ειδοποιήθηκαν όλοι και την Κυριακή μετά τη λειτουργία κάτσαμε στον αυλόγυρο, η Βιργκίν μας έφερε καφέ και βύσσινο, μίλησα, τα είπαμε όλα, τα συμφωνήσαμε, τα κλείσαμε. Όσο κουράστηκα εγώ να πω το ναι μέσα μου, τόσο πιο εύκολα δώσανε οι άλλοι την συγκατάθεση τους. Την άλλη μέρα έφευγε πρωί-πρωί καΐκι από τον Μόλυβο για το Κάστρο. Το προτίμησα, το ίδιο βράδυ θα βρισκόμουν στους δικούς μου, για να δω πως προχωράγανε και να ρυθμίσω ποιοι θα ‘μεναν κάτω και ποιοι θα ‘ρχόντουσαν στον Μόλυβο. Οι Λαγκαδιανοί το είχαν κιόλας συμφωνήσει με τον αδερφό μου: Όλοι μαζί και μόνο στο Κάστρο. Ύστερα από μια ατελείωτη κουβέντα ποιος θα ‘μενε και ποιος θα έφευγε, βλέποντας και τις ανάγκες της πρωτεύουσας, που ήταν και η πρώτη υποχρέωση και δεν έπρεπε να τους εγκαταλείψουμε, αποφασίσαμε πως μόλις έρθουνε οι τρεις Λαγκαδιανοί, τρεις απ’ τους δικούς μας θα ‘ρχόντουσαν στο Μόλυβο και πάντως όχι ο αδερφός μου, τα υπόλοιπα χέρια θα προσπαθούσα να τα βρω μέσα από τον Μόλυβο τον ίδιο.

 

ΜΠΑΡ ΦΛΩΜΠΕΡ του ΑΛΕΞΗ ΣΤΑΜΑΤΗ

1. ΤΑ ΛΑΓΚΑΔΙΑ δεν ήταν μακριά, καμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα απ’ τη Δημητσάνα. Στο δρόμο σταμάτησα σ’ ένα μικρό χωριό, Καρκαλού το λέγανε –θυμήθηκα την ταινία του Σταύρου Τορνέ με την Ελένη Μανιάτη σ’ ένα ξύλινο κλουβί που ‘σερνε ένα καρότσι έβαλα βενζίνη σε μια AVIN. ΑΠ’ ΤΗ ΔΙΑΣΤΑΎΡΩΣΗ περνούσε ο ασφαλτόδρομος Πύργου-Τριπόλεως, που οδηγούσε και στα Λαγκάδια. Δεν πέρασε πολλή ώρα αφού είχα προσπεράσει τις πηγές του Λούσιου, όταν ξεδιπλώθηκε μπροστά μου το πανόραμα του τέταρτου χωριού. Με την πρώτη ματιά το χωριό μου φάνηκε πολύ μεγαλύτερο απ’ τα τρία προηγούμενα. Ήταν χτισμένο σχεδόν κατακόρυφα στην πλάγιά του βουνού, την οποία είχε καταλάβει σχεδόν εξολοκλήρου , ενώ το κάθε σπίτι έμοιαζε να στηρίζεται στη στέγη του από κάτω σπιτιού. Ο ανώνυμος πολεοδόμος είχε εκμεταλλευτεί στο έπακρο τη φυσική κλίση του τοπίου, με αποτέλεσμα το χωριό να έχει σχήμα αρχαίου αμφιθεάτρου με το κοίλο στη ρίζα της πλάγιάς, απ’ όπου περνούσε η ρεματιά. Δεν δυσκολεύτηκα να βρω το Μοτέλ Λούσιος∙ ήταν επί του κεντρικού ασφαλτόδρομου. Η κυρία που με υποδέχτηκε ήταν αντιστρόφως ανάλογη σε κιλά κι εγκαρδιότητα από εκείνη της Στεμνίτσας. Στο καθιερωμένο μου πια ερωτηματολόγιο απάντησε αρνητικά, σχεδόν ενοχλημένα. Με συμβούλεψε ωστόσο να ρωτήσω στο Δημαρχείο. Το εσωτερικό του μοτέλ μου ‘φερνε αναμνήσεις από κρατικό νοσοκομείο. Λευκοί τοίχοι, μακριοί, στενοί διάδρομοι, καταθλιπτικά φωτιστικά. Το δωμάτιό μου, παρ’ όλη τη συνακόλουθη θλιβερή εικόνα, είχε ένα αναμφίβολα εξισορροπητικό ατού. Ένα μεγάλο μπαλκόνι, που εξείχε σαν φυσικός πρόβολος στην πλαγιά του βουνού, απ’ όπου μπορούσες να αγναντέψεις ως πέρα κάτω στη ρεματιά.

2. Άρχισα ν ‘ανεβαίνω, ρωτώντας όποιον συναντούσα στο δρόμο ή έβλεπα να κάθεται έξω. Είχα φτάσει αρκετά ψηλά, περνώντας κι απ’ το νεκροταφείο του χωριού, το οποίο λόγω της κλίσεως του εδάφους ήταν χτισμένο σε πέντε(!) επίπεδα, όταν βρέθηκα πρόσωπο μ’ ένα χτίστη που μόλις έστριβε στη γωνία ενός δρόμου μ’ ένα σακί στην πλάτη. «Φίλε, μήπως είσαι πλασιέ; » με ρώτησε κοιτάζοντας την τσάντα μου. Γέλασα και του εξήγησα τι ψάχνω. «Εγώ, φίλε, χτίζω σπίτια εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Τέτοιο όνομα δεν άκουσα…» «Εγώ όμως μιλάω για είκοσι τρία χρόνια πριν, για το ‘75». «Ρώτα ψηλά, πάνω απ ‘ το Δεληγιανναίικο, αυτοί είναι παλιότεροι». Ανέβαινα μηχανικά την ανελέητη ανηφόρα, μες την ζέστη, ανάμεσα στα πεύκα, στις βελανιδιές και στα κυπαρίσσια, προχωρώντας προς την κορυφή του χωριού. Απ’ τη μια, ένιωθα την αναπνοή μου να επιτυγχάνεται, κι απ’ την άλλη, ένα συναίσθημα σαν μέθη. Ήμουν εδώ, στα Λαγκάδια, στον τελευταίο τόπο που θα μπορούσα να βρω τον άνθρωπο που για χάρη του είχα αναστατώσει τη ζωή μου. Είχα αρκετά στοιχεία για να με πείσουν πως είμαι στο σωστό δρόμο.

3. Προσπέρασα το περίπτερο της πλατείας και πήρα τα σκαλοπάτια προς τα κάτω. Τα σπίτια στην κάτω. Τα σπίτια στην κάτω μεριά του οικισμού ήταν πιο αραιά, μερικά εγκαταλειμμένα, άλλα μισοκατεστραμμένα. Όπως κατέβαινα την κατηφόρα, συνάντησα τρεις τέσσερις κοτσονάτους ηλικιωμένους, που πρέπει να ήταν χτίστες, μια και ο καθένας τους μαστόρευε, άλλος σε μια πόρτα, άλλος σ’ ένα παράθυρο, η περιοχή είχε παράδοση στο επάγγελμα. Τα Λαγκάδια τον παλιό καιρό ήταν πατρίδα των βλαχομαστόρων που έχτισα σχεδόν ολόκληρη την Πελοπόννησο. Αναρωτήθηκα αν κάποιοι απόγονοι τους είχαν χτίσει και το σπίτι του Ματθαίου. Στην κλασική όμως ερώτηση, η απάντηση στα Κάτω Λαγκάδια ήταν: «Ρώτα πιο χαμηλά, μήπως ξέρουν οι τσομπάνηδες». Ύστερα από ένα τέταρτο κατηφορικής διαδρομής, είχα φτάσει πια στα τελευταία σπίτι, που δε διατηρούσαν παρά μια χαλαρή επαφή με το χωριό. Στ' αριστερά μου, άκουγα τη ρεματιά να κελαρύζει. Από μακριά, βελάσματα και κουδουνίσματα προβάτων. Η βλάστηση είχε πυκνώσει. Στάθηκα σ’ ένα ίσιωμα και κοίταξα ακόμα πιο κάτω, εκεί όπου το έδαφος γινόταν επίπεδο. Στο οπτικό μου πεδίο δεν είχα παρά τέσσερα σπίτια. Τα δύο χτισμένα κοντά, δίπλα σχεδόν, το τρίτο, ένα μεγάλο γκρίζο κτήριο με κεραμιδωτή στέγη, πιο χαμηλά, δίπλα στο ρέμα, ενώ το τέταρτο, ένα κιτρινισμένο διώροφο, βρισκόταν στην απέναντι, στην αριστερή πλευρά της ρεματιάς. Πλησίασα στο πρώτο σπίτι. Ήταν θεόκλειστο. Η δίφυλλη πόρτα ήταν αμπαρωμένη με δυο τεράστιους σύρτες. Ίχνος ανθρώπου. Πήγα στο διπλανό και χτύπησα διακριτικά την πόρτα. Ένας ακόμα γεράκος εμφανίστηκε στην πόρτα. «Ματθαίου. Όχι κύριε μου, δεν ξέρω», είπε ξερά και μου την έκλεισε στα μούτρα. Για να φτάσω στο γκρίζο σπίτι, κατέβηκα ως το ρέμα. Είχα πια απομακρυνθεί για τα καλά απ’ τα Λαγκάδια. Βρισκόμουν τώρα σ’ ένα τοπίο με μικρότερη κλίση, με τις βουνοπλαγιές δεξιά κι αριστερά να το αγκαλιάζουν προστατευτικά, και το νερό να κυλάει σαν μετάξι μ’ έναν ήχο τόσο αρμονικό, που ηρέμησε κάπως τα τεντωμένα νεύρα μου. Το γκρίζο σπίτι έμοιαζε να είναι πρόσφατα ανακαινισμένο, όμως δεν υπήρχε κανέναν σημάδι ζωής.

 

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (1959)

(ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟ)

Τον πλούτο δεν έδωκες ποτέ σ' εμένα τον ολοένα ερημούμενο από τις φυλές των Ηπείρων και απ' αυτές πάλι αλαζονικά, ολοένα, δοξαζόμενο! Έλαβε τον Βότρυ ο Βορράς και τον Στάχυ ο Νότος τη φορά του ανέμου εξαγοράζοντας και των δέντρων τον κάματο δύο και τρεις φορές ανόσια εξαργυρώνοντας. Άλλο εγώ πάρεξ το θυμάρι στην καρφίδα του ήλιου δεν εγνώρισα και πάρεξ τη σταγόνα του νερού στ' άκοπα γένια μου δεν ένιωσα μα τραχύ το μάγουλο έθεσα στο τραχύτερο της πέτρας αιώνες κι αιώνες. Εκοιμήθηκα πάνω στην έγνοια της αυριανής ημέρας όπως ο στρατιώτης επάνω στο τουφέκι του. Και τα ελέη της νύχτας ερεύνησα όπως ο ασκητής το Θεό του. Από τον ιδρώτα μου έδεσαν διαμάντι και στα κρυφά μού αντικαταστήσανε την παρθένα του βλέμματος. Εζυγίσανε τη χαρά μου και τη βρήκανε, λέει, μικρή και την πατήσανε χάμου σαν έντομο. Τη χαρά μου χάμου πατήσανε και στην πέτρα μέσα την κλείσανε και στερνά την πέτρα μου αφήσανε τρομερή ζωγραφιά μου. Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου. Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός τόσο βγαίνει πιο καθαρός ο χρησμός απ' την όψη μου:

ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ / ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ!

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ – ΔΕΚΑΟΧΤΩ ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΑ ΤΗΣ ΠΙΚΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ

ΤΟ ΧΤΙΣΙΜΟ

Το σπίτι αυτό πώς θα χτιστεί,

τις πόρτες ποιος θα βάλει

που’ ναι τα χέρια λιγοστά

κι ασήκωτες οι πέτρες;

 

Σώπα, τα χέρια στη δουλειά

τρανεύουν κι αυγαταίνουν

και μην ξεχνάς που ολονυχτίς

βοηθάν κι οι αποθαμένοι.

 

ΚΟΥΒΕΝΤΑ Μ’ ΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙ

-Κυκλάμινο, κυκλάμινο,

στου βράχου τη σχισμάδα,

πού βρήκες χρώματα κι ανθείς,

πού μίσχο και σαλεύεις;

 

-Μέσα στο βράχο σύναξα

το γαίμα στάλα-στάλα,

μαντίλι ρόδινο έπλεξα

κ’ ήλιο μαζεύω τώρα.

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ – Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ (απόσπασμα)

(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ’ έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ’ τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δύο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον Νέο): …Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε, τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό, οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα. Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, – όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική, μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ότι τύχει…

 

ΑΡΗΣ ΦΑΚΙΝΟΣ – ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑ ΝΙΚΗΤΑ

Από τα πιο παλιά, από τα προϊστορικά σχεδόν χρόνια ο άνθρωπος εμπιστεύεται στο φθαρτό και πρόσκαιρο κτίσμα ένα σωρό μηνύματα για τους κατοπινούς καιρούς, τους μέλλοντες κόσμους, παίρνει ένα κομμάτι μάρμαρο ή κάποιο ογκολίθι και λαξεύει, χαράζει, σκαλίζει, μιλάει για τους καημούς και για τα όνειρά του στους μεταγενέστερους. Όλοι ελπίζουν, όλοι επιδιώκουν κάτι ν’ απομείνει από το γρήγορο πέρασμά τους σ’ αυτή τη γη, ότι η παρουσία και το έργο τους θα βρούνε μια μικρή θεσούλα στη μνήμη των ανθρώπων. Γύρω από τη Βίγλα ο τόπος είναι σπαρμένος ερείπια: κάθε λογής και κάθε εποχής –το μέρος, βλέπεις, ένα πέρασμα, όπως πέρασμα είναι άλλωστε κι ολάκερη η Ελλάδα. Δρόμος ανεβαίνει από το νότο, δρόμος κατεβαίνει κι από το βορρά, ο κόσμος ζει ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση, η μνήμη του είναι φορτωμένη από συγκρούσεις και σφαγές, τα χρώματα του γνώρισαν αμέτρητους πολέμους που ‘ρχονταν κι έστηναν οι ξενομπάτες συναμεταξύ τους. Οι άνθρωποι αντιστέκονταν για να μην τους πάρει σβάρνα ο ένας κι ο άλλος, άφηναν τα χωριά και τα σπίτια τους και σκαρφάλωναν στα γειτονικά βουνά, αρπάζονταν από τους βράχους σαν τ’ αγρίμια, περίμεναν να περάσει η μπόρα. Κι όταν κάποτε ερχόταν αυτή η ευλογημένη ώρα, κατεβαίνανε και πάλι στο μικρό τους οροπέδιο και ξανάστηναν όρθια τα γκρεμισμένα τους σπίτια. Στους μακρινούς περιπάτους που κάνουμε που και που με τον Νέστορα, σταματάμε συχνά για να ξανασάνουμε μπροστά σε παμπάλαια μα και νεότερα απογκρεμίδια, υπολείμματα από αρχαία και βυζαντινά κτίσματα, από ξωκλήσια μοναχικά, χορταριασμένα, καταπιωμένα σχεδόν από το χώμα και τα’ αγριόχορτα. Κι εκεί που κοιτάμε συλλογισμένοι και σιωπηλοί, τυχαίνει και ξεδιακρίνουμε κάπου κοντά, μισοσφηνώμενη στο χώμα, κάποια δουλεμένη πέτρα με χαραγμένη πάνω της μια μισογραμμένη λέξη, ένα υπόλειμμα από κάποιο σχέδιο που ποιος ξέρει τι να σήμαινε μια φορά κι έναν καιρό. Σαν μαυλισμένοι από κείνο τα’ ασήμαντο εύρημα, πλησιάζουμε με βήματα που λες και υπαγορεύονται από μια δύναμη που βρίσκεται έξω από το δικό μας καιρό και το δικό μας κορμί, γονατίζουμε και κοιτάμε δίχως να σχολιάζουμε, προσπαθούμε να καταλάβουμε, να μαντέψουμε, να φανταστούμε. Πόσα χρόνια να πέρασαν τάχα από κείνη τη μέρα που κάποιος άγνωστος τεχνίτης ή απλός λιθοπελεκητής θέλησε ν’ αφήσει ένα ανεξίτηλο αχνάρι πάνω σ’ αυτή την πέτρα, σε ποιους ήθελε να μιλήσει, τι είχε να τους πει; Και να που ξαφνικά πετάγονται μπροστά μας ένα ζούδι ή μια σαύρα, σκαρφαλώνουν στην πέτρα για να ζεστάνουν το αίμα τους στου ήλιου την πυρά, σταματάνε κι ακινητούν εκεί ακριβώς που ‘ναι χαραγμένα τα γράμματα, χαίρονται τη ζεστασιά. Κι εμείς, από τη μια στιγμή στην άλλη, ξεχνάμε τη φροντίδα για το παρελθόν, τα ερωτηματικά και τις αγωνίες μας και κοιτάμε αμίλητοι, μένουμε εκστατικοί μπροστά στη δύναμη που ‘χουν οι πρόσκαιρες ανάγκες σ’ αυτό τον κόσμο μπροστά στη ζωή.

 

Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ (1891) – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

1.Εξελθών του καπηλείου ο ξένος, διηυθύνθη προς την Κολώναν, την ισταμένην απέναντι των Τριών Ιεραρχών, εξ ης έδενον το πάλαι τα πρυμνήσια των παραχειμαζόντων εις τον λιμένα πλοίων. Έστρεφε το βλέμμα δεξιά και αριστερά, και τέλος το προσήλωσεν επιμόνως είς τινα μικράν οικίαν, την οποίαν εκοίταξεν επί μακρόν, ως να προσεπάθει ν’ αναμνησθεί και ν’ αναγνωρίσει τι. Τέλος εισήλθεν εις στενόν δρομίσκον διασχίζοντα την συνοικίαν, κι έγινεν άφαντος. Εάν εν τούτοις τον παρηκολούθει τις, θα έβλεπεν ότι, αφού προέβη ολίγα βήματα, εστράφη υψηλότερα και ανήλθε, τέσσαρας οικίας ανωτέρω του μικρού οίκου, τον οποίον επιμόνως εκοίταζε πριν, όπου μεταξύ δύο οικιών εσχηματίζετο κενόν τι, εν μέρει θαπτόμενον από λείψανα δύο τοίχων. Εφαίνετο ότι ήτο χάλασμα, ερείπιον οικίας ου προ πολλού κατεδαφισθείσης. Ο ξένος, αφού εκοίταξε τριγύρω, να ίδει μήπως τον παρετήρει τις, εισήλθε δειλός εις το χάλασμα εκείνο, όπου εις την γωνίαν των δύο τοίχων εφαίνετο κόγχη τις μαυρισμένη, ως να υπήρχεν εστία εκεί το πάλαι. Εισήλθεν ασκεπής, κρατών τον πίλον εις τας χείρας, εγονάτισε, κι εστήριξε το μέτωπον επί των ψυχρών λίθων της γωνίας εκείνης, και αφού έμεινεν επί τρία λεπτά γονυκλινής, ηγέρθη, εσπόγγισε τους οφθαλμούς του, και απεμακρύνθη βραδέως. Επανελθών πάλιν χαμηλότερον, εστάθη εις το μέσον του δρομίσκου, ου μακράν της οικίας, την οποίαν πριν εφαίνετο ότι εκοίταζεν. Εστάθη, και αφού έρριψε βλέμμα ολόγυρα, ίνα ίδει μή τις τον παρηκολούθει, έτεινε το ούς. Τι ήκουεν άρα γε; Ίσως ήκουε τα διασταυρούμενα και φεύγοντα κατά διαφόρους διευθύνσεις, ως λάλημα χειμερινών στρουθίων, άσματα των παίδων της γειτονιάς, οίτινες επισκεπτόμενοι τας οικίας, έψαλλον τα Χριστούγεννα. Εδώ μεν ηκούοντο οι στίχοι:

Χριστούγεννα, πρωτούγεννα,

πρώτη γιορτή του χρόνου,

εβγάτ’, ακούστε, μάθετε,

τώρα Χριστός γεννιέται.

 

εκεί δε αντήχει: Κυρά μ’, τη θυγατέρα σου, κυρά μ’, την ακριβή σου. και αλλαχού:

Ν’ ασπρίσεις σαν τον Έλυμπο,

σαν τ’ άσπρο περιστέρι.

φωναί αθώαι, άχροοι, χαρωπαί, φωναί παιδικής χαράς και ευθυμίας.

2. Την φοράν ταύτην ο Αμερικάνος, διευθυνθείς εις την συνοικίαν εκείνην δι’ άλλου μικροτέρου δρομίσκου, έβλεπε την οικίαν εκείνην, ήτις ήτο το αντικείμενον της μερίμνης του, εκ της ετέρας πλευράς, της νοτιοδυτικής. Αντικρύ του μικρού οικίσκου, παρά τινα γωνίαν γειτονικής οικίας, υπήρχε σωρός τις ξύλων και πετρών, αποκείμενος εκεί τις οίδε προ πόσων χρόνων ως εκ κατεδαφισθείσης οικίας ή ερειπίου καταρρεύσαντος. Επί της προς τα εκεί προσόψεως του οικίσκου έφεγγε μικρόν παράθυρον, με το έν φύλλον κλειστόν, με το άλλο ανοικτόν, και διά της υέλου ηδύνατό τις να ίδει το εσωτερικόν, ανερχόμενος επί τινος υψώματος. Ιδών ο ξένος ότι ο δρόμος ήτο έρημος, και ουδέ σκιά διαβάτου εφαίνετο, ανέβη εις το ύψος του σωρού εκείνου, και με παλμόν καρδίας κατεσκόπευσε τα έσω του οικίσκου. Αντικρύ της υέλου του μικρού παραθύρου, του έχοντος το εν παραθυρόφυλλον ανοικτόν, ήτο η εστία, με ασθενές πυρ καίον, με ένα δαυλόν σπινθηρίζοντα, με το κανδήλι ανημμένον προ των ιερών εικόνων εκεί υψηλά. Παρά την εστίαν εκάθητο γυνή τις, νέα ακόμη, ως εφαίνετο, στηρίζουσα την κεφαλήν της επί της χειρός, συλλογισμένη, θλιμμένη. Εκίνει δε τα χείλη, και η φωνή της εψιθύριζε κάτι, και ο ψίθυρος απετέλει ελαφρόν μινύρισμα άσματος με ασθενή φωνήν, καθαράν μεν και παρθενικήν, αλλά μαραμμένην· και εις τα ώτα του ξένου έφθασαν ευκρινώς οι δύο ούτοι στίχοι: Αλλοίμονον κι αλλοί-καημός! του γεμιτζή ξενιτεμός…

 

ΤΟΥΣ ΤΑ ΛΕΕΙ Ο ΘΕΟΣ - ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Ο πετράς πελέκαγε καλά. Είχε κάνει γύρω-γύρω στον σπιτότοπο τοιχοποιία κοντυλιασμένη∙ με το μάτι, το μάτι του ήταν αλφάδι. Όποιος οδηγός έφερνε υλικά, όποιος απ’ την Πόβλα θα πέρναγε, όποιος κυνηγός, θα κοντοστέκονταν να θαυμάσουν. Του ‘χε πει ο μετανάστης. «Δεν θέλω αρμό, θέλω ξερολιθιά. Αν μπορείς χωρίς λάσπη ακόμα καλύτερα. Αν δεν μπορείς την λιγότερη, δύο τρία χιλιοστά». Ο πατέρας τον κοίταξε ευχαριστημένος. «Δεν χορεύει η πέτρα χωρίς λάσπη αφεντικό» του ‘πε. «Τέλος πάντων ξερολιθιά αλλά θα σου ‘ρθει ψια ακριβότερο». Ο καιρός τους άλλους τους είχε μάσει μέσα αυτός ανεπηρέαστος. Είχε φτιάσει ένα μικρό κατοικιό, το σκέπασε με νάιλον και ‘κει τζοκάναγε όλη μέρα. Άμα έκανες να τον κοιτάξεις δεν ξεκόλλαγες. Με το που έριχνε το μάτι στον σωρό έπιανε την πέτρα σαν νάηταν μοναχή της. Της έβρισκε τον κώλο, τα νερά, την άνοιγε με την βαριοπούλα εκεί που ήθελε σαν χλωρό τυρί, κι άιντε κατόπι αγάλι αγάλι με το πελέκι να την γωνιάσει, να την λειάνει. Άιντε με το ψιλό βελόνι να τη χτενίσει για να φιλιούνται οι πέτρες η μια με την άλλη. Όταν την τελίωνε την ακούμπαγε πανάμερα σαν να ακούμπαγε άγιο δισκοπότηρο. Δεν τράβαγες τα μάτια σου απ’ τα χέρια του και σιγά σιγά γλυκομούδιαζες∙ σου ‘κανε μάγια ο κερατάς. Πιο πολύ χάζευε ο Τάκο ένα βλαχόπουλο απ’ την Τζάρα. Του ‘ριχνε μικρά λιθάρια ο Κερκυραίος. «Άι στον γερο-διάολο απ’ εκεί ωρέ κοκοβιέ». Ο πατέρας χαμογελούσε μοναχά. Σπάνια να μιλήσει κι αυτό για τ’ απαραίτητα.

 

ΤΟ ΜΑΣΤΟΡΟΠΟΥΛΟ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ

Τον πήραν τον Κολιό

τον πήραν οι μαστόροι

παιδί από το σκολειό

να μάθει πηλοφόρι.

 

Καρδιά πονετική

τον ξέβγαλε με κλάμα:

«Τετράδη Κυριακή,

θα καρτερώ για γράμμα».

 

Δε σώνει άλλο να ιδεί,

παιδεύεται το μάτι:

κρατούσε ένα ραβδί,

το στρώμα του στην πλάτη.

 

Μας έφυγε ο Κολιός

κι είχε μια τέτοια λύπη!

θα ’ναι όλοι δω τ' Άη-Λιος

και μόνο αυτός θα λείπει.

 

Από τη συλλογή Σιγανή φωτιά (1938)

 

ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Οι χτίστες. Ένας λαός εφάνηκε σαν τους Δωριείς. Είναι χτίστες από την Ξάνθη. Νύχτες που κράτησαν όσο γενηές αφουγκράζονταν τους σεισμούς κι ελάτρευαν την τέχνη της πέτρας. Από πανάρχαια παράδοση οικογένειες από σπουδαίους τεχνίτες. Νομάδες που ποτέ δεν κατοικούν κι όλο φεύγουν. Η χώρα αυτή ρημάχτηκε και κάλεσαν τους χτίστες για να ξαναχτιστεί. Μέρες και νύχτες δούλευαν κι όλες μαζί οι οικογένειες των χτιστών να κουβαλούν με βιασύνη. Έτσι στήθηκαν παντού γεφύρια σκαλιστά με καμάρες απανωτές σα να γεννούσε η μια την άλλη. Τώρα οι χτίστες τέλειωσαν και γιόρτασαν ανάβοντας φωτιές. Χόρεψαν πάνω στα κάρβουνα και μούγκριζαν κι έκλαιγαν. Φύγαν και χάθηκαν. Οι θόλοι με τριγμούς συγκρατούν το φως. Και μοναχά η ηχώ των τραγουδιών της Θράκης.

 

 

ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ (ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ) – ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Άνθη της πέτρας

μπροστά στην πράσινη θάλασσα

με φλέβες που μου θύμιζαν άλλες αγάπες

γυαλίζοντας στ’ αργό ψιχάλισμα,

 

άνθη της πέτρας

φυσιογνωμίες που ήρθαν όταν κανένας δε μιλούσε και μου μίλησαν

που μ’ άφησαν να τις αγγίξω ύστερ’ απ’ τη σιωπή

μέσα σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια.

 

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑ – ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ

Με τις λεμονιές παρέα

Φάνηκε στην άσπρη στράτα

Κι είχε καστανά τα μάτια

Και τα χέρια της χιονάτα

 

Γνέθε τα μαλλιά της γνέθε

Γύριζε λιγνό μου αδράχτι

Με τα δάκρυα του καλού της

Και της μοίρας της το άχτι

 

Μες τη μεσιανή καμάρα

Έκλαψε πουλί το γιόμα

Για τα μάτια τα μεγάλα

Για το κοντυλένιο στόμα

 

Γεφυράκι ποιος θα δέσει

Τη δαχτυλιδένια μέση

Ποιος θα βρει το μονοπάτι

Για το γνωστικό διαβάτη

Άνθη της Πέτρας

newlogo23Μη κερδοσκοπικό Σωματείο
«Φίλοι Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής -
ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ»
Διεύθυνση:
28ης Οκτωβρίου 55
Νέα Πεντέλη Τ.Κ. 15236

 

Ακολούθησέ μας

Facebook
Twitter
YouTube
Googleplus

 

Newsletter