ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΜΑΧΑΛΑ
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΗΧΩ ΤΩΝ ΛΑΓΚΑΔΙΩΝ
( Φ 443/ Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2002 σελ 3 )
Κάθε φορά που ο Θεός με αξιώνει και επισκέπτομαι τη γενέθλια γη, τα Λαγκάδια, απαραίτητα πριν μπω στο χωριό και πάρω το δρόμο για το σπίτι μου, κάνω μια στάση στο προσκυνητάρι στον Άγιο Κωνσταντίνο.
Θέλω από εκείνο το σημείο ν’ αγναντέψω τις γειτονιές και τους μαχαλάδες του χωριού μας. Τα Λαγκάδια, είναι αλήθεια ότι μου λείπουν πολύ, παρ’ ότι προσπαθώ να τα επισκέπτομαι συχνά. Και το σημείο, εκεί στην στροφή, στον Άγιο Κωνσταντίνο, μου δίνει την δυνατότητα της άμεσης επαφής, της συνολικής εικόνας του χωριού, της απόλαυσης της μαγείας και της γραφικότητάς του. Δεν ξέρω αν στον κόσμο υπάρχει άλλο χωριό που να έχει φωτογραφηθεί τόσο πολύ, όσο τα Λαγκάδια. Τώρα μάλιστα, που ο Δήμαρχος φρόντισε και διαμορφώθηκε ένας πολύ ωραίος πλακόστρωτος χώρος για πάρκινγκ των αυτοκινήτων, η στάση για τον διερχόμενο επισκέπτη θα είναι ευκολότερη και το αγνάντεμα του χωριού σίγουρο.
Και καθώς, καθισμένος εκεί στο πεζούλι, παρατηρώ το χωριό κι αρχίζουν μέσα μου να λειτουργούν διάφοροι συνειρμοί για σπίτια, ανθρώπους, εποχές και πράγματα, κάποια στιγμή που ξεφεύγω από το όλο και πάω στις λεπτομέρειες, τα μάτια μου καρφώνονται εκεί κάτω, στον κάτω μαχαλά. Στις γειτονιές τ’ Αγιαπόστολου. Και αμέσως αισθάνομαι κάτι να μου πλακώνει την ψυχή. Γιατί ο κάτω μαχαλάς, όπως εγώ τον πρωτογνώρισα και τον έζησα, για λίγα χρόνια, στο τέλος της δεκαετίας του ‘ 40 και τις αρχές της δεκαετίας του ‘ 50, δεν είναι σήμερα παρά ερείπια και μόνο ερείπια, τα οποία δεν δημιουργήθηκαν από κάποια φυσική καταστροφή αλλά από την εγκατάλειψη των κατοίκων του. Δεν θα σταθώ στα αίτια του φαινομένου γιατί αυτά, λίγο-πολύ, είναι γνωστά σε όλους. Στέκομαι όμως στο γεγονός, στο αποτέλεσμα που με πληγώνει και με κάνει να συλλογιέμαι, ν’ αναπολώ και να συγκινούμαι.
Από του Μπούφη, ένα πρωί του 1949, η οικογένειά μου βρέθηκε στα Λαγκάδια, στον κάτω μαχαλά. Επιθυμία του πατέρα να γυρίσουμε σελίδα στη ζωή μας. Πρώτο μας σπίτι , αυτό του Παναγιώτη του Σαρρή, εκεί κοντά στο αλώνι, στην καρδιά του κάτω μαχαλά. Τριγύρω μας οι αξέχαστες οικογένειες των Τσοτραίων, του μπάρμπα-Σταύρου του Δουλτσίνου, του Τζινιέρη, της Ουρανίας του Σαρρή, του Κωνσταντή του Γιαννίτσα, του Γιαννακάκη, του Βασίλη του Φωτόπουλου (της Ευπραξίας), του μπάρμπα-Γιώργη του Καλαβρυτινού, του θείου μου του Ιπποκράτη. Παρακάτω , η οικογένεια του μπάρμπα- Πέτρου του Μήκου, και κάτω – κάτω του μπάρμπα –Γιώργη τ’ Αρμύλαγου. Μια γειτονιά πυκνοδομημένη, γεμάτη ζωή, νιάτα και ομορφιά (Μοίρα, Ασήμω Δουλτσίνου, Τσιοτρόπουλα, κλπ ) .
Κατηφορίζοντας νότια και νοτιοδυτικά τ’ Αγιαπόστολου, πάλι σε πυκνή δόμηση, τα σπίτια του Μανιατόγιαννη, του μπάρμπα-Πέτρου του Καγιούλη, της Κατερινίτσας, του Κωνσταντή του Τάκου, της θειά-Δροσερής (Βασίλη Κατόπη), τα Κρατημεναίικα, του Ζάρκου (Κώστα Γιαννίτσα) και περνώντας το ρέμα απέναντι, του Πάϊκου του Γιαννίτσα και του Δημητράκη του Καγιούλη (της Παρασκευάρας). Προχωρώντας ακόμη πιο κάτω, στις εσχατιές των Λαγκαδίων, ήταν η τελευταία γειτονιά, τα Ραλλαίικα. Ποιός αλήθεια, δεν θυμάται τον μπάρμπα Κωστή το Ράλλη, ο οποίος με πολλή φροντίδα καλλιεργούσε τα περιβόλια του κι έφερνε στην αγορά, για πούλημα, ζαρζαβατικά και ωραία τραγανά κεράσια ;
Εξακολουθώ να είμαι καθηλωμένος στη θέση μου και να φέρνω στο μυαλό μου εικόνες από τους ανθρώπους που ζούσαν τότε στον κάτω μαχαλά. Θυμάμαι όλους εκείνους τους καλούς γειτόνους – στην πλειοψηφία τους οικοδόμους – που, παρά τις αντίξοες οικονομικές συνθήκες της εποχής, από τα σπίτια τους ξεχείλιζε η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη και η πραγματική αγάπη. Αμέσως μου ‘ρχεται στο νου ο μπάρμπα Γιώργης ο Τσότρας, πραγματικός θυμόσοφος και δεινός χειριστής της γλώσσας, παρά τις λίγες γραμματικές του γνώσεις. Πόσες φορές δεν μας έκανε έξυπνες ερωτήσεις για να δοκιμάσει την ετοιμότητα του λόγου και το επίπεδο των γνώσεών μας .
Άνθρωποι όλοι της αγιαδουλειάς (μαστόροι, τεχνίτες της πέτρας) έλειπαν τον περισσότερο χρόνο, ανά την Πελοπόννησο, κτίζοντας σπίτια, εκκλησίες και γεφύρια, αφήνοντας όπου περνούσαν τη σφραγίδα της τέχνης τους. Κι όταν άρχισε στην Αθήνα και σ’ άλλες μεγάλες πόλεις η άνθηση της οικοδομικής δραστηριότητας (δεκαετία του ’50 και μετά), όλοι σχεδόν, παρακινούμενοι ο ένας από τον άλλον, άφησαν τα Λαγκάδια και το μαχαλά τους, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Στο Κατσιπόδι (Δάφνη) και στο Μπραχάμι (Άγιος Δημήτριος) έστησαν Λαγκαδινές κατωμαχαλίτικες παροικίες. Εδημιούργησαν με την τίμια δουλειά τους περιουσίες, μόρφωσαν τα παιδιά τους και το κυριότερο χαιρόντουσαν ολοχρονίς την οικογένειά τους. Να γιατί άδειασε ο κάτω μαχαλάς, όπως βέβαια και οι άλλοι μαχαλάδες των Λαγκαδίων. Η διαφορά όμως με τις άλλες γειτονιές του χωριού είναι ότι στον κάτω μαχαλά, λόγω της δύσκολης πρόσβασης στην πλατεία, τα περισσότερα σπίτια, πλην ελαχίστων, δεν επισκευάστηκαν και έτσι δεν μπόρεσαν να διατηρηθούν.
Ανάμεσα σ’ όλους αυτούς τους καλούς ανθρώπους δεν μπορώ να μην ξεχωρίσω και να μην θυμηθώ, με πολλή αγάπη, τη θείτσα την Ελένη, του μπάρμπα-Σταύρου του Δουλτσίνου, η οποία από το περίσσευμα του ψυχικού της μεγαλείου ζέστανε πολλές φορές την παιδική μου ψυχή. Με φώναζε στο σπίτι, εκεί στο ζεστό χειμωνιάτικο, και με φίλευε ψωμί με ζάχαρη ή ψωμί που το ‘βρεχα σ’ ένα φλυτζάνι καφέ. Το ίδιο πάντα ισχύει και για την θειά μου την Ντίνα, την Ιπποκράταινα. Ας είναι η ψυχή τους αναπαυμένη. Εγώ θα τις θυμάμαι πάντα.
Σήμερα δεν μπορώ να διακρίνω ούτε τις αυλές των σπιτιών, όπου με τους συμμαθητές μου Γιάννη Τάκο, Γιάννη Φωτόπουλο, Γιώργο Τζινιέρη, Βαγγέλη Τσότρα, Νίκο Τσότρα, Κώστα Κατόπη, Γιώργο Μανιάτη και πιθανόν κι άλλους που μου διαφεύγουν, καθόμασταν και διαβάζαμε για να πάμε προετοιμασμένοι στην δασκάλα μας την κυρά Ντίνα, τον μπάρμπα Κώστα Κουτσονικόλη και τον Μιμάκο το Λαδόπουλο.
Πώς να ξεχάσω εκεί στο προαύλιο τ’ Αγιαπόστολου τις ημέρες της αποκριάς όταν χάλαγε ο κόσμος από την ξυλογαϊδάρα που έστηνε ο Παντελής ο Τάκος (συνταξιούχος σήμερα της Ολυμπιακής) μαζί με άλλους νέους της εποχής. Ή τις φωτιές, στον Άγιο Κωνσταντίνο και την Ανάληψη, την παραμονή του Αγίου Κωνσταντίνου.
Η περιπλάνησή μου, όμως, στα μονοπάτια της μνήμης, δεν λέει να τελειώσει. Ο κάτω μαχαλάς με έχει ολοκληρωτικά απορροφήσει. Έχω την αίσθηση ότι απέναντί μου, προς τον Άγιο Απόστολο, κατηφορίζουν μουλάρια φορτωμένα με προικιά κι εγώ μ’ άλλα παιδιά της ηλικίας μου, να προηγούμαστε της πομπής έχοντας στο κεφάλι μας ένα λευκό μαξιλάρι - όπως ταίριαζε στο έθιμο - κατευθυνόμενοι προς το σπίτι του γαμπρού. Και την επομένη οι κατωμαχαλίτες να συνοδεύουν, τραγουδώντας, τον γαμπρό, στο δρόμο προς τον επάνω μαχαλά, για να πάρουν τη νύφη. Ο ανήφορος όμως της Παναγιάς είναι δύσκολος και θέλει και γερά πνευμόνια. Το λέει και το παρακάτω τραγούδι, όπως ακόμη αντιλαλεί στ΄ αυτιά μου, να το τραγουδάει ο Ανανίας ο Κρατημένος (ο μακαρίτης ο Ανάικος) με τη βραχνή, αλλά βροντερή φωνή του: «Τίποτα δεν με μάρανε το σύρε και το έλα – τα Παναγιάς ο ανήφορος του κερατά η κοπέλα» και να το συνεχίζουν με την ψιλή, αλλά γλυκόλαλη φωνή τους, οι κατωμαχαλίτισσες.
Και ενώ εξακολουθώ να χτενίζω με τα μάτια μου όλον τον κάτω μαχαλά, αποφεύγω – ακόμη και σήμερα- να ρίξω τη ματιά μου προς τη βρύση της Πίσβας. Φοβάμαι μην πέσω επάνω στην Παναγουλίτσα, τη γυναίκα που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των μικρών παιδιών. Δεν ξέρω αν το έκανε για χιούμορ, πάντως όταν την βλέπαμε να μας κοιτάζει με τα περίεργα μάτια της και να κάνει διάφορους μορφασμούς, κρατώντας πολλές φορές τσουκνίδα στο χέρι, το βάζαμε στα πόδια. Προσωπικά ποτέ δεν είχα πλησιάσει σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων (απόσταση ασφαλείας!) από το μέρος όπου έβλεπα να κάθεται η Παναγουλίτσα, μόνη ή με άλλες γυναίκες. Ήταν κι αυτή μια παρουσία που με τον δικό της τρόπο σημάδεψε την ζωή του κάτω μαχαλά τα χρόνια εκείνα.
Στ’ αλήθεια τα ερείπια και τα σβησμένα καλντερίμια του κάτω μαχαλά με συγκινούν. Από μέσα τους ξεπροβάλλουν ανθρώπινες μορφές και σκηνές από τις δραστηριότητες μιας ζωντανής γειτονιάς. Εκείνο όμως που περισσότερο μου ραγίζει την καρδιά είναι η μοναξιά τ’ Αγιαπόστολου. Με τα στασίδια αδειανά, χωρίς εκκλησίασμα, χωρίς ενορίτες, χωρίς στην Ωραία Πύλη τον Παπαντώνη. Έμεινε και θα παραμείνει ο Αγιαπόστολος το σημείο αναφοράς για όσους θα θυμούνται τον κάτω μαχαλά.
Και τελειώνοντας κάτι ακόμη. Αυτός ο νοσταλγικός περίπατος εκεί κάτω στα Τσοτραίικα, τα Δουλτσιναίικα κ.λ.π δεν ήταν παρά μια, από τα βάθη της ψυχής μου, κατάθεση αγάπης για τους κατωμαχαλίτες της ωραίας εκείνης εποχής, της εποχής του 1950, που έτυχε - παιδί εγώ τότε - να μοιραστώ κάποια χρόνια μαζί τους.
About the Author
Χαράλαμπος Σπ. Τσαφαράς
Γεωπόνος, συν/χος Επίτιμος Διευθυντής Υπουργείου Γεωργίας, ιδρυτικό μέλος των Ανθέων της Πέτρας